- ὑπέραυχος
- ὑπέραυχοςover-boastfulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέραυχος — ον, Α [ὑπεραυχῶ] 1. υπέρμετρα αλαζονικός, ανυπόφορα καυχησιάρης («μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέραυχον η υπέρμετρη αλαζονεία 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπέραυχα οι υπέρμετρα… … Dictionary of Greek
ὑπέραυχον — ὑπέραυχος over boastful masc/fem acc sg ὑπέραυχος over boastful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραύχοις — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραύχου — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραύχους — ὑπέραυχος over boastful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεραύχων — ὑπέραυχος over boastful masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέραυχα — ὑπέραυχος over boastful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέραυχοι — ὑπέραυχος over boastful masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέραγχος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερήφανος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διορθωθεί σε ὑπέραυχος] … Dictionary of Greek
υπεραυχής — ές, Α ὑπέραυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι, περηφανεύομαι»), πρβλ. πολυ αυχής] … Dictionary of Greek